καταιβατός

καταιβατός
καται-βατός: to be descended, passable, Od. 13.110†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταιβατός — καταιβατός, ή, όν (Α) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να κατέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού καταβατός. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καταιβάτης] …   Dictionary of Greek

  • καταιβαταί — καταιβατός by which fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιβατάς — καταιβατά̱ς , καταιβατός by which fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”